FRAGMENTA LOCI INCERTI. 1. Τᾷδε δράκων μὲν ἔδοξε μολεῖν βεβροτωμένος ἄκρον, Ἐκ δ ̓ ἄρα τοῦ βασιλεὺς Πλεισθενίδας ἐφάνη. 1. Plutarch. de Sera Num. Vind. p. 555. A. ὥστε πρὸς τὸ γενόμενον καὶ πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἀποπλάττεσθαι τὸ τῆς Κλυταιμνήστρας ἐνύπνιον τὸν Στησίχορον, ούτωσί πως λέγοντα τάδε, Δράκων ἐδόκησε μολεῖν κάρα βεβροτωμένος ἄκρον κ. τ. λ. quæ emendavit Valckenaerius, plaudente Wyttenbachio, qui locum sunitum esse ex ̓Ορεστείᾳ suspicaretur, nisi metri genus obesset. Suchfortius ex Helenæ vituperio sumtum putat, cui eadem difficultas objici potest. Stesichorum autem carmen elegiacum fecisse nusquam, quod sciam, me moriæ traditum est. 2. ̓Ατελέστατα γὰρ καὶ ἀμάχανα 2. Stobæus CXXIII. p. 616. Grot. p. 509. Trincavello. Deest και iu 3. θανόντος ἀνδρὸς πᾶσ ̓ ἀπόλλυτ ̓ ἀπ ̓ sed varia 3. Stobæus CXXIV. p. 621. Grot. p. 517. Fragmentum apud Trincavellum et Gesnerum hunc in modum concipitur; Θανόντος ἀνδρὸς, πᾶσ ̓ ὄλυτ ̓ ἀνθρώπων χάρις. lectio in Gesneri margine memoratur, πᾶσα πολλὰ ποτ ̓ ἀνθρώπων χάρις. Εx his verbis senarium exsculpsit Scaliger, θανόντος ἀνδρὸς πᾶσ ̓ ἀπόλλυται χάρις ̇ quæ conjectura si vera sit, non est Stesichori, sed tragici cujusdam versus. 4. Χαμόθεν οἱ τέττιγες ὑμῖν ᾄσονται. 4. Aristot. Rhet. II. 21. III. 11. Demetr. de Eloc. 99. 243. Dictum est in Locrenses, postea vero a Dionysio adhibitum. Vid. Bentleii Dissert. de Phalar. p. 175. 5. † μάλα τοι μάλιστα παιγμοσύνας τε φιλεῖ καὶ μολπὰς ̓Απόλλων, κήδεα δὲ στοναχάς τ ̓ ̓Αΐδας ἔλαχεν. 5. Plutarch. de EI in Delphis p. 394. Β. καὶ πρότερος ἔτι τούτου ὁ Στησίχορος-Μάλα τοι μάλιστα παιγμοσύνας φιλεῖ μολπάς τε Απόλλων, κήδεά τε στοναχάς τε Αΐδας ἔλαInitio fragmenti nonnihil vitii subest. χεν. 6. Ἑρμείας Φλόγεον μὲν ἔδωκε καὶ ̔́Αρπαγον, Ἥρα δ ̓, Ἐξάλιθον καὶ Κύλλαρον. 6. Etymol. Μ. p. 544, 54. Κύλλαρος, ἵππος Κάστορος Στησίχορος τὸν μὲν ̔Ερμῆν δεδωκέναι φησὶ τοῖς Διοσκούροις Φλόγεον καὶ ̔́Αρπαγον ὠκέα τέκνα Ποδάργης ̇ Ηραν δ ̓ Εξάλιθον καὶ Κύλλαρον. Cf. Suid. v. Κύλλαρος. Εx conjectura restitui. Virgilius Georg. III. 89. Cyllarum Polluci adsignat: Talis Amyclei domitus Pollucis habenis Cyllarus. 7. Αὐτὸν σὲ πυλάμαχε πρῶτον. 7. Athen. IV. p. 155. F. Sic recte Schweighæuserus ex MS. Olim legebatur πύγμαχε. 8. ̓Αρχεσίμολπε Μῶσα. 8. Athen. IV. p. 180. Ε. καλεῖ δὲ Στησίχορος μὲν τὴν Μοῦσαν ἀρχεσίμολπον. 9. Δεῦρ ̓ ἄγε Καλλιόπεια λιγεῖα. 9. Eustath. ad Iliad. A. p. 10, 1. Vid. supra ad ̔Ραδίνης fragmentum. 10. Τάρταρον ἠλίβατον. 10. Etymol. M. p. 427, 48. Στησίχορος δὲ Τάρταρον ἠλίβατον τὸν βαθὺν λέγει. Eadem habet Photius v. ̓Ηλίβατος. 11. ῥαδινοὺς δ ̓ ἐπέπεμπον ἄκοντας. 11. Schol. Apollon. Rhod. III. 108. de voce ῥαδινός--Στησίχορος δὲ ἐπὶ τοῦ εὐτόνου· ῥαδινοὺς κ. τ. λ. 12. ὄρνιθες ἀκεστάλιοι. 12. Ptolem. Hephæst. apud Photium p. 476. Gale p. 315. περὶ τῶν παρὰ Στησιχόρῳ ζητουμένων ἀκεσταλίων ὀρνίθων. 13. κοιλωνύχων ἵππων πρύτανιν. 13. Schol. Victor. in Iliad. Ε. 507. κροαίνων.] κυμβαλίζων. · καὶ ἐρίγδουπος. καὶ ὑψηχέες ἵπποι. Στησίχορος. κοιλωνοζων ἵππων τρυτανην τὸν Ποσειδῶνά φησι. Corrigit ut supra Heynius. 14. ὀρείχαλκος. 14. Schol. Apollon. Rhod. IV. 973. ̓Ορείχαλκος. εἶδος χαλκοῦ, ἀπὸ ̓Ορείου τινὸς λεγομένου εὑρετοῦ ὠνομασμένος. μνημονεύει καὶ Στησίχορος καὶ Βακχυλίδης. 15. πηνέλοψ. 15. Schol. Αristoph, Av. 1300. ὁ πηνέλοψ νήσσῃ μὲν ὅμοιος, περιστερᾶς δὲ μέγεθος. μέμνηται δὲ αὐτοῦ Στησίχορος καὶ "Ιβυκος. 16. ἀρύβαλλος. 10. Suidas et Lex. Seguier. p. 444. ed. Bekker. Αρίβαλλος· οὐ μόνον παρὰ Στησιχόρῳ καὶ τοῖς ἄλλοις Δωριεῦσιν κ. τ. λ. Sed rectius Suidæ MSS. ἀρύβαλλοι, ut in Aristoph. Equit. 999. Vid. Hemsterh. ad Polluc. VII. 66. 17. ἐμπορικὸν οἶκον, 17. Hesych. v. Ναυκληρώσιμοι στέγαι—ὡς καὶ Στησίχορος ̓Εμπορικὸν οἶκόν φησιν. 18. βρυαλίκται. 18. Hesych. βρυαλίκται. πολεμικοί. ὀρχησταί.—"Ιβυκος καὶ Στησίχορος. 19. πέποσχα. 19. Photius; Πέποσχα. Δωριέων τινὲς τούτῳ κέχρηνται, ὧν καὶ Στησίχορός ἐστιν. Sed nescio an Stesichorus in Epicharmi locum irrepserit. Etymol. Μ. p. 662, 12. ἐν Ἁρπαγαῖς ̓Επιχάρμου ̇ Ἁ δὲ Σικελία πέποσχε. 20. Plutarchus de Facie in Orbe Lunæ p. 931. Ε. -τὸν Στησίχορον καὶ τὸν Πίνδαρον, ἐν ταῖς ἐκλείψεσιν ὀλοφυρομένους τὸν φανερώτατον κλεπτόμενον, καὶ μέσῳ ἅματι νύκτα γενομένην, καὶ τὴν ἀκτῖνα τοῦ ̔Ηλίου σκότους ἀτραπὸν φάσκοντας. Eodem respicit Plinius N. H. II. 12. Stesichori fabulam qua Himeræos a servitio dehortatus est, narrat Aristoteles Rhet. 2. Mythologica quædam Stesichori ex Apollodoro, et criticis veteribus enotavit Ursinus quæ non opus est exscribere. C. J. B. ANNOTATIO IN EURIPIDIS IPHIGENIAM TAURICAM EX RECENSIONE AUG. SEIDLERI. Malim, V. 5. τῆς Τυνδαρείας θυγατρὸς Ιφιγένεια παῖς.] τῆς Τυνδαρείας παιδὸς ̓Ιφιγένεια παῖς. Noster Or. 374. τῆς Τυνδαρείας παιδὸς ἀνόσιον φόνον. Ita Porsonus, cum hac annotatione: θυγατρὸς Ald. et pauci MSS. plurimi παιδός. Nec dubito quin sæpius παιδὸς in θυγατρὸς a librariis mutatum sit. Suspicor e. g. Euripidem scripsisse Bacch. 181. δεῖ γάρ νιν ὄντα παῖδα παιδὸς ἐξ ἐμῆς &c. v. 9. ̓Αρτέμιδι, κλειναῖς ἐν πτυχαῖσιν Αὐλίδος.] Miror Marklandum poético κλειναῖς πτυχαῖσιν Αὐλίδος prætulisse pedestre κλεινῆς πτυχαῖσιν Αὐλίδος, An corrupta etiam putavit τὸ κλεινὸν πέδον Σπάρτης Hel. 57. et κλείν ̓Αθηνῶν ορίσματα Hippol. 1459.? SEIDLER. Jure κλειναὶ appellantur Sparta et Athenæ, Aulis non item. Fortasse legendum κοίλαις ἐν πτυχαῖσιν Αὐλίδος. Sic Αὐλίδος κοίλους μύχους Iph. Α. 1600. Dubio careret hæc conjectura, si eadem medicina sanari posset alter Euripidis locus ubi adjectivum Kλewos sententiam prorsus absurdam reddit. Ion. 1106. Κλειναὶ γυναῖκες, ποῦ κόρην ̓Ερεχθέως | δέσποιναν εὕρω; Verba sunt enim servi ad conservas suas, Creuse ancillas. Reiskii conjectura, Κλεινὰν, γυναῖκες, ποῦ κ. Ε. δ. e. vix admitti potest, etiamsi Attica fornia Κλεινὴν pro Dorica Κλεινὰν reponatur. Legendum videtur Φίλαι γυναῖκες. Sape permutari κλεινὸς et καινὸς post alios monui ad Herc. 38.1 v. 18. ̓Αγάμεμνον, οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσει (Ald. ἀφορμίσῃ) χθονὸς, | πρὶν ἂν κόρην σὴν ̓Ιφιγένειαν * Αρτεμις | λάβη (Aid. 1. Sophocles (Ed. C. 377. ὁ δ ̓ (ως καθ ̓ ἡμᾶς ἐσθ ̓ ὁ πληθύων λόγος) | τὸ κοῖλον "Αργος βὰς φυγὰς, προσλαμβάνει | κηδός τε καινὸν καὶ ξυνασπιστὰς φίλους, ως αὐτίκ "Αργος ἢ τὸ Καδμείων πέδον | τιμῇ καθέξον, ἢ πρὸς οὐρανὸν βιβῶν. Malim κῆδός τε κλεινὸν κ. ξ. φ. Noster Phoen. 710. ἤκουσα μεῖζον αὐτὸν ἢ Θήβας φρονεῖν, [ κήδει τ' Αδράστου καὶ στρατῷ πεποιθότα. |