κασεν. 366 της έμής γυναικός όντε ξυγγενή και φυλέτα; ΧΟΡ. φεισόμεσθα γαρ τί τώνδε μάλλον ημείς ή λύκων; ή τίνας τισαίμεθ' άλλους τώνδ' άν έχθίους έτι; ΕΠ. ει δε την φύσιν μεν έχθροί, τον δε νούν είσιν φίλοι, 370 και διδάξοντές τι δεύρ' ήκουσιν υμάς χρήσιμον. ΧΟΡ. πώς δ' αν οίδ' ημάς τι χρήσιμον δι δάξειάν ποτε, ή φράσειαν, όντες έχθροί τοίσι πάπποις τοις έμοις ; ΕΠ. αλλ' απ' εχθρών δήτα πολλά μαν θάνουσιν οι σοφοί. η γαρ ευλάβεια σώζει πάντα. Παρά μεν ουν φίλου 375 ου μάθοις αν τούθ', ο δ' εχθρός ευθύς εξηνάγαυτίχ' αι πόλεις παρ' ανδρών γ' έμαθον εχθρών κού φίλων εκπονείνθ' υψηλά τείχη ναύς τε κεκτήσθαι μακράς. το δε μάθημα τούτο σώζει παίδας, οίκον, χρήματα. ΧΟΡ. έστι μεν λόγων ακούσαι πρώτον, ως ημίν δοκεί, χρήσιμον" μάθοι γαρ άν τις κάπό των εχθρών σοφόν. ΠΕΙ. οίδε της οργής χαλαν είξασιν. "Αναγή επί σκέλος. ΕΠ. και δίκαιόν γ' έστι, κάμοι δεί νέμειν υμάς χάριν. ΧΟΡ. αλλά μην ουδ' άλλο σοί πω πραγμ' ένηντιώμεθα. ΠΕΙ. μάλλον ειρήνην άγουσιν ημίν ώστε την χύτραν 385 τώ τε τρυβλίω καθίει: και το δόρυ χρή, τον οβελίσκον, την χύτραν άκραν ορώντας 390 εγγύς ως ου φευκτέον νων. ΕΥ. ετεόν, ήν δ' άρ' αποθάνωμεν, 380 392 κατορυχησόμεσθα πού γής; ΠΕΙ. ο Κεραμεικός δέξεται νώ. δημόσια γαρ ίνα ταφωμεν, μαχομένω τους πολεμίοισιν ΧΟΡ. άναγ' ες τάξιν πάλιν ες ταυτόν, και τον θυμόν κατάθου κύψας 400 παρά την οργήν ώσπερ οπλίτης" κάναπυθώμεθα τούδε, τίνες ποτέ, ιω έποψ, σε τοι καλώ. ΧΟΡ. τίνες ποθ' οίδε και πόθεν; ζει ποτ' αυτώ προς όρ νιθας έλθεϊν; 410 ΕΠ. "Έρως ΧΟΡ. τι φής και ΕΠ. άπιστα και πέρα κλύειν. ΧΟΡ. ορα τι κέρδος ενθάδ' άξιον μονής, ότω πέπoιθέ μοι ξυνών บ κρατείν αν ή τον εχθρόν ή 420 φίλοισιν ωφελεϊν έχειν ; ΕΠ. λέγει μέγαν τιν' όλβον ού τε λεκτόν ούτε πιστόν, ως σα ταύτα πάντα και το τήδε και το κείσε, και ΧΟΡ. πότερα μαινόμενος και ΕΠ. πυκνότατον κίναδος, 430 σόφισμα, κύρμα, τρίμμα, παιπάλημ’ όλον. 431 ΧΟΡ. λέγειν λέγειν κέλευε μοι. κλύων γαρ ών σύ μου λέγεις λόγων ανεπτέρωμαι. ΕΠ. άγε δή συ και συ την πανοπλίαν μεν πάλιν εις τον ιπνον είσω, πλησίον τουπιστάτου" εγώ, μα τον Απόλλω 'γω μεν ού, ήν μή διάθωνται γ’ οίδε διαθήκην έμοί 440 ηνπερ ο πίθηκος τη γυναικί διέθετο. ΧΟΡ. διατίθεμαι 'γώ. κατόμοσόν νυν ταυτά μοι. ΧΟΡ. όμνυμ' επί τούτοις πάσι νικάν τοίς κριταίς έσται ταυταγί. ΚΗΡΥΞ. ανελυμένους θώπλ’ απιέναι πάλιν οίκαδε, 450 σκοπείν δ' ό τι άν προγράφωμεν εν τοίς πι νακίοις. ΧΟΡ. δολερόν μεν αεί κατά πάντα δη τρόπον (στροφή.) πέφυκεν άνθρωπος" συ δ' όμως λέγε μοι. τάχα γαρ τύχοις αν χρηστον εξειπών ό τι που παροράς, ή 455 δύναμίν τινα μείζω παραλειπομένην υπ' έμής φρενός αξυνέτου αγαθόν πορίσας, τούτο κοινόν έσται. 460 άλλ' εφ' ότοπερπράγματι την σην ήκεις γνώμην αναπείσας, λέγε θαρρήσας ως τας σπονδάς ου μη πρότε ρον παραβωμεν. 463 ΠΕΙ. και μήν όργώ νη τον Δία και προπε φύραται λόγος είς μοι, καταχείσθαι δειπνήσειν μέλλομεν, ή τί; 465 ΠΕΙ. μα Δί', αλλά λέγειν ζητώ τι πάλαι μέγα και λαρινόν έπος τι, υπεραλγώ, ημείς βασιλής και τίνος; ΠΕΙ. υμείς πάντων όπόσ’ έστιν, εμού πρώτον, τουδί, και του Διός αυτού, αρχαιότεροι πρότεροί τε Κρόνου και Τιτάνων εγένεσθε ΧΟΡ. και γής; νη τον Απόλλω. 470 ΧΟΡ. τουτί μα Δί' ουκ επεπύσμην. ΠΕΙ. αμαθής γαρ έφυς κου πολυπράγμων, ουδ' Αίσωπον πεπάτηκας, δς έφασκε λέγων κορυδόν πάντων πρώτων όρνιθα γενέσθαι, προτέραν της γης, κάπειτα νόσω τον πατέρ' αυτής αποθνήσκειν γήν δ' ουκ είναι, τον δε προκείσθαι πεμπταίον την δ' άπορούσαν 475 υπ' αμηχανίας τον πατέρ' αυτής εν τη κεφαλή κατορύξαι. ΕΥ. ο πατήρ άρα της κορυδο νυνι κείται τεθνεώς Κεφαλήσιν. ΕΠ. ούκουν δήτ' ει πρότεροι μεν γής, πρότεροι δε θεών εγένοντο, ως πρεσβυτάτων αυτών όντων ορθώς έσθ' η βασιλεία και ΕΥ. νη τον Απόλλω" πάνυ τοίνυν χρη ρύγχος βόσκειν σε τό λοιπόν: 480 ουκ αποδώσει ταχέως ο Ζευς το σκήπτρον τω δρυκολάπτη. ΠΕΙ. ως ουχί θεοί τοίνυν ήρχον των ανθρώ πως το παλαιόν, αλλ' όρνιθες, κάβασίλευον, πόλλ' έστι τεκμήρια τούτων. αυτίκα δ' υμίν πρώτ’ επιδείξω τον άλεκτρυόν', ως έτυράννει ήρχε τε Περσών πρώτον πάντων, Δαρείου και Μεγαβάζου, 485 ώστε καλείται Περσικός όρνις από της αρχής έτ' εκείνης. ΕΥ. δια ταύτ' άρ' έχων και νυν ώσπερ βασιλεύς ο μέγας διαβάσκει επί της κεφαλής την κυρβασίαν των ορνίθων μόνος ορθήν. ΠΕΙ. ούτω δ' ίσχυε τε και μέγας ήν τότε και πολύς, ώστ' έτι και νύν υπό της ρώμης της τότ' εκείνης, οπόταν μόνον όρθριον άση, 490 αναπηδώσιν πάντες επ’ έργον, χαλκής, κεραμής, σκυλοδέψαι, ρασπιδοπηγοί. εμέ τούτό γ' έρώτα. χλαίναν γάρ απώλεσ' ο μοχθηρός Φρυγίων ερίων διά τούτον. ές δεκάτην γάρ ποτε παιδαρίου κληθείς υπέπινον εν άστει, 495 κάρτι καθεύδον" και πριν δειπνείν τους άλλους, ούτος άρ' ησε, κάγώ νομίσας όρθρον έχώρουν 'Αλιμούντάδε, κάρτι προκύπτω έξω τείχους, και λωποδύτης παίει ροπάλη με το νώτον κάγώ πίπτω, μέλλω τε βοάν ο δ' απέβλισε θοιμάτιόν μου. ΠΕΙ. ικτίνος δ' ούν των Ελλήνων ήρχεν τότε κάβασίλευε. |