Page images
PDF
EPUB

ὑπερθετικόν. ἔτι ἁμαρτάνουσιν οἱ λέγοντες μακάρτατος. ubi legendum φωρτάτους, et mox τὰ εἰς ὥρ λήγ. ρ. quare Etymologum frustra reprehendit Valckenaerius I. c. p. 201. B.

L.

Ηρύκαλον.

Hesych. Ηρύκαλον τὸν Ηρακλέα Σώφρων υποκοριστικῶς. Valckenaer. 1. c. corrigit "Ηρυκλον.

LI.

Ασαλέα.

Etymol. Μ. p. 151, 47. ̓Ασαλής, ἡ ἄφροντις, ἡ μηδένος φροντίζουσα. σάλη γὰρ ἡ φροντίς Ἀσαλής, ὁ ἀμέριμνος Αίσχυλος, ̓Ασαλὴς μανία, οὕτως Ηρωδιανὸς καὶ ̓Απολλό δωρος. καὶ γὰρ ἀσαλέαν ὁ Σώφρων τὴν ἀμεριμνίαν καὶ ἀλογιστίαν καλεῖ. Hoc tradiderat Apollodorus in libro quem de Sophrone conscripserat; de quo plura dixi in Diario Classico. Photius, Σάλα, φροντίς. οὕτως Αἰσχύλος. vid. Valckenaer. 1. c. p. 204. A.

LII.
Βύβα.

Etymol. M. p. 216. v. ἀντὶ τοῦ μεστὰ καὶ πλήρη.

*

Βύκτης — καὶ Σώφρων, βύβα,

LIII.
Δαελός.

• Pro δαλός dixit, teste Etymol. Μ. p. 246. in v.

LIV.

Ἔχε τὸ δελήτιον.

Sophoclis esse ait Etymol. M. p. 254.

Sed se ipsum cor

rigens addit, ή Σώφρων. Locum sine auctoris nomine profert Zonaras, p. 482.

LV.

Προβάτερον.

Etymol. Μ. p. 256, 34. v. Δεξίτερος, ex Herodiano, ώσπερ

καὶ παρὰ τὸ πρόβατον γίνεται προβάτιον, οἰὸς οἰότερον, ὡς λέγει Σώφρων. τοῦτο γὰρ οὐ λέγεται πλεονασμός, ἀλλὰ συνεκδρομὴ τοῦ προβάτεον. Sylburgius corrigit γίνεται προβάτερον, καὶ οἰὸς οἰότερον, et in fine πρόβατον. Sed legendum puto γίνεται προβάτερον, οἷον οἰότερον. Anglice more sheepish.

LVI.

Ἐμβραμένα.

Παρὰ Σώφρονι, ἡ εἰμαρμένη. ὑπερθέσει τοῦ β. καὶ διὰ ρ. τὴν ἀσυνταξίαν πλεονασμῷ τοῦ β. καὶ Λάκωνες οὕτω λέγουσι. Etymol. M. p. S34, 10. Cf. Alberti ad Hesych. in voce.

LVII.

Πυκταλεύω.

Etymol. Μ. p. 345, 37. τοιαῦτα δέ εἰσι ῥήματα ἀπὸ τῶν εἰς ῆς, πλεονασμῷ τοῦ ἄλ ̓ οἷον πύκτης, πυκτίζω, πυκταλίζω, Ανακρέων· καὶ Σώφρων φησὶν, ἀπὸ τοῦ πυκτεύω, πυκταλεύω. Sic distinguendus erat iste locus. Vid. Glossar. in Eschyli. Theb. 229.

LVIII.

Κνυζῶμαι, οὐδὲν ἰσχύων.

Etymol. Μ. p. 523, 3. τὸ δὲ κνυζῶ σημαίνει τὸ ξύω· ὡς παρὰ Σώφρονι ἐν Μίμοις, Κνυζῶμαι οὐδὲν ἰσχύων· τὸ δὲ κνύζα, ὡς λέγει Ηρωδιανός, εἰ μὲν ἐπὶ τοῦ φυτοῦ, συγκοπή ἐστιν, οἷον, χαμαιζήλοιο κονύζης. (Nicand. Ther. 70.) εἰ δὲ ἐπὶ τοῦ παρεφθαρμένου καὶ ἐῤῥυσωμένου, οὐ συγκοπή ἐστιν, ἀλλ ̓ ἀπὸ τοῦ κνύω, ἀφ' οὗ κνύος, ή φθορά. οἷον, κατὰ κνύος ἔχευεν, ψιλῶτο δὲ κάρηνα (Hesiod. ap. Eustath. ad Οd. Ν. p. 1746, 9.) γίνεται κνύζα, ὡς παρὰ Ανακρέοντι ἐν ἰάμβῳ, Κνίζη τις ἤδη καὶ πέπειρα γενομένη Σὴν διὰ μαργοσύνην. Eustath. 1. c. πέπειρα

γίνομαι.

LIX.

Πώ τις ὄνον ὠνασῆται;

Etymol. Μ. p. 698, 44. οὕτω καὶ πόθεν πώ· καὶ παρὰ Σώφρονι, Πώ ὄνον ὠνασῆται; ἀντὶ τοῦ πόθεν. Sed ώνασεῖται Apollon. Dysc. de Adv. p. 623, 3. δῆσθε pro δεῖσθε occurrit fr. XXII.

[merged small][ocr errors]

LX.

Ἢ παίσει βάκτρῳ καλίνῳ σκύταλα Φρύξ ἀνήρ.

Schol. Aristoph. Av. 1283. emendatus a Toupio ad Suid. II. p. 359. qui vertit, Vel caput tibi lictor fuste commitigabit. Sed vide an παύσει, quod exhibet Scholiasta, Dorice dictum fuerit pro παίσει. Est autem raλive ligneo. Sed nullum auctoris nomen citatur, et nescio unde Toupius hoc fragmentum Sophroni adsignaverit.

LXI.

Πόντος ἀγαθῶν.

Schol. Aristoph. Plut. 1051.

LXII.

Ἐνθάδε κυπτάζουσι πλεῖσται γυναῖκες.

Schol. Aristoph. Lys. 17. Valckenaer. ad Ammon. p. 131. . legit πλείσται γυναίκες κυπτάζουσιν ἐνθάδε. Toupius in Suid. I. p: 351. πλεῖσται γυναῖκες ἐνθαδὶ κυπτάζουσι. uterque plus satis de metro, quod nullum erat, solicitus.

LXIII.

Τὸ γὰρ ἀπεχθόμενον γῆρας ἄμε μαραῖνον ταριχεύει.

Schol. sch. Choeph. 294. [κακώς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ.] Rescripsi ἄμε pro άμμε. Vid. Koen. ad Gregor. p. 110. Voces γὰρ ἀπεχθόμενον adsumsi ex Stobæo CXVII. p. 483. ed. Grot. ubi fragmentum plenius exstat.

LXIV.

Τί μὰν ξύσιλος; τί γάρ; σύφαρ ἀντ ̓ ἀνδρός.

Etymol. Μ. p. 736. ext. Σύφαρ. οὐχ ἁπλῶς τὸ γῆρας, ἀλλ ̓ ὡς ἐπιγέννημα τοῦ γήρως, καὶ τῆς ἐσχάτης ἡλικίας τὸ κατεῤῥυσσωμένον, τουτέστι τὸ δέρμα. καὶ Σώφρων ἐν τοῖς Ἀνδρείοις δεδήλωκε Μίμοις, εἰπών, Τί μάν ξύσιλος; τί γάρ; σύ φαρ ἀντ ̓ ἀνδρός. ἐν τούτοις γὰρ τὸν ἀνακρινόμενον γέροντα ξύσιλον παίζων εἴρηκεν, ἀπὸ τοῦ κνᾶσθαι καὶ ξύειν τὸ δέρμα. κατειδὴ (κήπειτα) αποκρινόμενον, σύφαρ ἀνδρός. τουτέστι δέρμα ψιλόν ὡς τῶν ἄλλων ἤδη δεδαπανημένων. τινὲς δὲ καὶ τὸ

[ocr errors]

Λυκόφρων

ὄψεως γῆρας σύφαρ λέγουσι, τὸ ἀποσυρόμενον. δὲ (793.) τὸ λίαν γεγηρακός. Herodianus ap. Eustath. in Odyss. ξ. p. 1766, 36. de Sophrone ; καὶ ξύσιλον ἀποφαίνεταί τινα ἐκ τοῦ συνεχοῦς ἐν τῷ γήρᾳ κνησμοῦ. quæ quidem interpretatio probabilior videtur. Docta sunt quæ tradit Phrynichus App. Soph. p. 66, 7. τέσσαρές εἰσιν ὀνόματα τοῦ γέροντος ὠμογέρων, ὁ πρὸ τοῦ προσήκοντος καιροῦ γηράσας· εἶτα ὁ γέρων, ὁμωνύμως τῷ παντὶ γέροντι τρίτον δὲ σύφαρ. ἔστι δὲ σύφαρ κατὰ γλῶτταν τὸ ἔνδυμα (Ι. ἔκδυμα) τοῦ ὄψεως. τέταρτος τυμβογέρων, ὁ τύμβου χρείαν ἔχων. quæ ideo exscripsi, ut monerem vocem ὠμογέρων minus recte a Phrynicho accipi. Est enim senex nondum decrepitus; qualis erat Charon, cui cruda Deo viridisque senectus. (quibus verbis utitur, præter Virgilium, Tacitus in Agric. 29.) Plura de hac voce quærens adeat Eustath. ad Il. Θ. p. 727, 24. Ψ. p. 1930, 7. Vales. ad Euseb. T. I. p. 152. Is. Voss. ad Ignatii Epp. p. 304. Valckenaer. Anim. ad Ammon. p. 54. Ruhnken. ad Tim. p. 235. et Epist. Crit. I. p. 81. Erat igitur σύφαρ serpentium quod dixit Nicander ῥικνῆεν φολίδων γῆρας. Pelli humanæ accommodavit Callimachus, fr. XLIX. ναὶ μὲ τὸ ῥικνὸν Σύφαρ ἐμόν, καὶ τοῦτο τὸ δένδρεον αὖον ἐόν περ. Unde accentum in Sophronis loco mutavi. Hoc fragmentum non neglexit Valckenaerius ad Theocrit. II. 39. αὐτὰ δὲ λοιπά Οστέ ἔτ ̓ ἧς καὶ δέρμα.

LXV.

• Βαιὰ δ ̓ ἔξυσμαι ἐκ ποδὸς εἰς κεφαλήν.

Herodian. ap. Eustath. ad Od. E. p. 1766, 34. qui etiam profert ex alio quodam auctore ξύομαι δ' οὐδὲν ἰσχύων.

LXVI.

Αν τις τὸν ξύοντα ἀντιξύῃ.

Suid. v. Ξυήλην. διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὸ κνεῖν οἱ Δωριείς ξύειν λέγουσιν. ὡς καὶ Σώφρων, Ἄν τις κ.τ.λ. καὶ πάλιν. Ξύεται ὁ χοραγός. Pro κνεῖν Photius habet κνῆν, sed rectius esset kvav. Citat. Eustath. in II. A. p. 863, 4.

LXVII.

Ξύεται ὁ χοραγός.

Ibidem.

LXVIII.

Πρὶν αὐτὰν τὰν νόσον εἰς τὸν μυελὸν σκιρωθῆναι.

Etymol. Μ. p. 717. ult. Σκιρωθῆναι, ἐπὶ τοῦ ῥύπου τοῦ σφόδρα ἐμμένοντος καὶ δυσεκπλύτου. Σώφρων ἐν τοῖς γυναικείοις τροπαίοις. Πρὶν αὐτὰν κ.τ.λ. Hoc fragmentum illustravi in Diario Classico p. 389. ubi pro τροπαίοις correxi τροπικώς.

LXIX.

Ὦ οὗτος, ἢ οἴη στρατείαν ἐσσεῖσθαι;

Apollon. Dysc. de Pronom. p. 285. B. in Wolfi Mus. Antiq. Stud. sed sine, quod suppletur ibid. p. 332, C. ex Ανδρείοις.

LXX.

Ὥ τε χερνᾶτις γυνὰ οὐδὲν προμαθιουμένα.

Ibid. p. 321. B. sine auctoris nomine. Sophroni adsignanda judicavi. & ponitur Dorice pro ώς, teste Apollonio. Legendum fortasse προμαθευμένα, vel quod malim, προμυθιευμένα, η προμυθίζομαι.

LXXI.

Ἐγὼν δέ τυ καὶ πάλαι ὤψειον.

Ibid. p. 323. Β. Δωριεῖς ἐγών. Σώφρων. ἐγὼν κ.τ.λ. Ego vero dudum te aspicere cupiebam. Hesych. Οψείοντες. ὀπτικῶς ἔχοντες. ἰδεῖν θέλοντες. ὡς κλαυσείοντες, βρωσείοντες. Homer. Il. Ξ. 37. ὀψείοντες αὐτῆς καὶ πολέμοιο.

LXXII.

Καθηρημένος θὴν καὶ τῆνος ὑπὸ τῶ χρόνω.
Ibid. Ρ. 335. A.

LXXIII.

Οὐχ ὁδεῖν τυ επικαζε.

Ibid. p. 335. C. ἡ ὁδεῖνα παρ ̓ Ἀττικοῖς πολλάκις καὶ ἐπὶ τοῦ τυχόντος λαμβανομένη, παρὰ δὲ Συρακουσίοις δίχα τοῦ ἄ, οὐχ ὁδεῖν τυ επικαζε, Σώφρων Ανδρείοις. Legendum suspicor ἐπύγιζε νεὶ ἐπύγαζε. Rationes patebunt conferenti, Theocrit. V. 41. cum Laberii fragm. ap. Nonium. v. Hilla,

« PreviousContinue »